αλισφακιά — η βλ. αλιφασκιά, η … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άγρια αλισφακιά — η βλ. αγριοφασκομηλιά … Dictionary of Greek
αλίσφακας — ο το φυτό αλισφακιά και ο καρπός τής αλισφακιάς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ουσ. ελελίσφακος*. ΠΑΡ. νεοελλ. αλισφάκι, αλισφακιά. ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλισφακόμηλο] … Dictionary of Greek
αλιφασκιά — η η αλισφακιά*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλισφακιά με μετάθεση συμφώνων] … Dictionary of Greek
λισφακιά — η η αλισφακιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλισφακιά,* με σίγηση τού αρκτικού φωνήεντος] … Dictionary of Greek
αλισφακίδι — το το αλισφακάκι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλισφακιά + παραγ. κατάλ. ίδι. ΠΑΡ. νεοελλ. αλισφακίδα, αλισφακιδιά] … Dictionary of Greek
αλισφακιδιά — η [αλισφακίδι] η αλισφακιά* … Dictionary of Greek
αλισφακόμηλο — το 1. το αλισφακάκι* 2. η αλισφακιά* (πρβλ. και φασκόμηλο). [ΕΤΥΜΟΛ. < αλίσφακας + μήλο] … Dictionary of Greek
ελελίσφακος — ο (ΑΜ ἐλελίσφακος, ο και ἐλελίσφακον, το) ονομασία φυτών τού γένους Salvia, αλισφακιά … Dictionary of Greek
σαρκοθρόφι — το, Ν άλλη κοινή ονομασία τού φυτού αλισφακιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρκα + τρέφω, λόγω τού ότι θεωρείται ως φυτό κατ εξοχήν φαρμακευτικό] … Dictionary of Greek